-
1 λίμνη
[лимни] ουσ. в. озеро,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λίμνη
-
2 озеро
-а ουδ.λίμνη•солное озеро αρμυρή λίμνη•
горное озеро ορεινή λίμνη•
проточное λίμνη εκροής.
-
3 пруд
1. (место разлива реки) το λιμνάριο, η λίμνη 2. (искусственный водоём) η τεχνητή λίμνη στην οποία εκτρέφονται τα ψάρια, το ιχθυοτροφείοнерестовый - για εκκόλαψη. пруд-охладитель η δεξαμενή ψύξης пружин{}а{} το ελατήριο, разг. η σούσταтормозная - του φρένου/της πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пруд
-
4 глубокий
глубокий в разн. знач. βαθύς \глубокийое озеро η βαθιά λίμνη \глубокийая тарелка το βαθύ πιάτο \глубокийая старость τα βαθιά γεράματα \глубокийая осень το προ χωρημένο φθινόπωρο \глубокийая ночь η βαθιά νύχτα* * *в разн. знач.глубо́кое о́зеро — η βαθιά λίμνη
глубо́кая таре́лка — το βαθύ πιάτο
глубо́кая ста́рость — τα βαθιά γεράματα
глубо́кая о́сень — το προχωρημένο φθινόπωρο
глубо́кая ночь — η βαθιά νύχτα
-
5 заповедник
-
6 озеро
-
7 пруд
-
8 озеро
озерос ἡ λίμνη:соленое \озеро ἡ ἀλυκή· горное \озеро ἡ ὁρεινή λίμνη. -
9 море
-я, πλθ. -я, -и ουδ.1. η θάλασσα•средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•
балтийское море Βαλτική θάλασσα•
каспийское море Κασπία θάλασσα•
взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•
бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•
за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•
из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.
|| πέλαγος•эгиско море Αιγαίο πέλαγος•
ионическое море Ιόνιο πέλαγος.
|| λίμνη πολύ μεγάλη•аральское море η λίμνη Αρρίλη.
2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•море слз π,οτάμια δάκρυα•
море крови ποτάμια αίματος.
|| τεράστια έκταση•хлебов θάλασσα σιτηρών.
3. επίρ. δια θαλάσσης•ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.
εκφρ.житейское море – παλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•за -ем, (мореями) – παλ. στα ξένα•на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί. -
10 бьеф
1. (плотины, шлюза) η δεξαμενή ή η μικρή λίμνη 2. (перегороженной реки) η κοίτη, ο χάνδακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бьеф
-
11 водосборник
1. (ёмкость) о υδροσυλλέ-κτης, η υδατοπαγίδα 2. горн. η λίμνη απόληξης υδάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водосборник
-
12 водохранилище
το υδραγωγίο, η (τεχνητή) λίμνη, ο υδροταμιευτήρας, η υδρο-δεξαμενή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водохранилище
-
13 полноводье
η φουσκωνεριά, η υψηλή στάθμη του νερού (στο ποτάμι, στη λίμνη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полноводье
-
14 водиться
водить||ся1. (находиться, иметься) βρίσκομαι, ὑπάρχω, είμαι:в озере водится много рыбы στή λίμνη ἐχει πολλά ψάρια·2. (с кем-л.) разг σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι:я с тобой не вожусь (в речи детей) δέν Λαίζω μαζί σου· ◊ это за ним водится τά κάνει κάτι τέτοια· как водится ὅπως συνηθίζεται. -
15 измельчать
измельчать Iнесов (превращать в порошок) κομματιάζω, τρίβω:\измельчатьруду́ κονιοποιώ, τρίβω τό μετάλλευμα.измельча||ть IIсов1. (стать мелким) γίνομαι ρηχός, ἀβαθής:озеро \измельчатьло ἡ λίμνη ἐγινε ρηχή·2. перец, (вырождаться) γίνομαι μικροπρεπής. -
16 прорубь
прорубьж ἡ τρύπα σέ παγωμένο ποτάμι ἡ λίμνη. -
17 проточный
проточн||ыйприл τρεχούμενος, τρεχάμενος:\проточныйая вода́ τό τρεχούμενο νερό· \проточныйое озеро λίμνη μέ τρεχούμενο[ν] νε-ρό[ν]. -
18 пруд
прудм ἡ δεξαμενή, ἡ μικρή λίμνη· ◊ хоть \пруд пруди разг μπόλικα, μέ τό φτυάρι. -
19 рябь
рябьж1. (на воде) οἱ ρυτίδες:озеро подернулось \рябью ἡ λίμνη γέμισε ρυτίδες·2. (в глазах) ἡ θάμβωση, τό θάμπωμα -
20 озеро
[όζιρα] ουσ. ο. λίμνη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λίμνη — pool of standing water fem nom/voc sg (attic epic ionic) λιμνει fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίμνῃ — λίμνη pool of standing water fem dat sg (attic epic ionic) λίμνηι , λιμνει fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek
Λίμνη Μαραθώνος — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 260 μ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Αττικής, κοντά στη λίμνη του Μαραθώνα. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καπανδριτίου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής … Dictionary of Greek
Λίμνη Δοϊράνις — Sp Doirãno ẽžeras Ap Доjранско Eзеро/Dojransko Ezero makedoniškai Ap Λίμνη Δοϊράνις/Limni Doïranis graikiškai L Makedonijoje ir Š Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Λίμνη Κορώνιας — Sp Korònijos ẽžeras Ap Λίμνη Κορώνιας/Limni Koronia L ŠR Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Λίμνη — Sp Limnė Ap Λίμνη/Limni L Graikija (Euboja) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αγίου Βασιλείου, λίμνη — Λίμνη (57 τ. χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι γνωστή και ως λίμνη του ΛαγκαδάΚορώνεια. Βρίσκεται σε ύψος 75 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το μεγαλύτερο βάθος της είναι 8,5 μ. Η… … Dictionary of Greek
Βόλβη, λίμνη — Λίμνη (73 τ. χλμ.) του νομού Θεσσαλονίκης, η δεύτερη σε έκταση της χώρας μας, στην περιοχή μεταξύ των ορέων Βερτίσκου και Βόλβης από Β και Χορτιάτη, Χολομώντα και Στρατονικού από Ν, τα νερά των οποίων συγκεντρώνει. Δέχεται επίσης τα πλεονάζοντα… … Dictionary of Greek
Βουλιαγμένης, λίμνη ή λίμνη Ηραίου — Λίμνη (μήκος 2 χλμ., μέγιστο πλάτος 1 χλμ.) στον νομό Κορινθίας. Στην αρχαιότητα, εκτός από την ονομασία της ως λίμνης Ηραίου, λεγόταν και Γοργώτις και Εσχατιώτις. Έχει μέγιστο βάθος 40 μ. και ενώνεται με τη θάλασσα με διώρυγα πλάτους 6 μ. Η… … Dictionary of Greek
Λυσιμαχείας, λίμνη — Λίμνη (14 τ. χλμ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται Ν του Αγρινίου και Δ της λίμνης Τριχωνίδας, με την οποία συγκοινωνεί με ένα μεγάλο κανάλι. Κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Ύδρα, ενώ σήμερα είναι γνωστή και με την ονομασία λίμνη του… … Dictionary of Greek